ζευγόλουρο

ζευγόλουρο
το гуж; ремень

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ζευγόλουρο" в других словарях:

  • ζευγόλουρο — και ζευλόλουρο, το ο ζευκτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + λουρί] …   Dictionary of Greek

  • ζευκτήριος — ια και ία, ιο (AM ζευκτήριος, ία, ιον) 1. ο κατάλληλος για ζεύξη, για σύνδεση 2. το θηλ. ως ουσ. η ζευκτηρία ο ζευκτήρας, το ζευγόλουρο 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) οι ζευκτηρίες καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το πηδάλιο με τους… …   Dictionary of Greek

  • ζευλόλουρο — το βλ. ζευγόλουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγό λουρο με αφομοίωση] …   Dictionary of Greek

  • ζευλόρραμμα — το το λουρί τής ζεύγλας, το ζευγόλουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύλα* + ράμμα (< ράβω)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»